- εξοιωνίζομαι
- ἐξοιωνίζομαι (Α)1. αποφεύγω κάτι ως κακό οιωνό, αποστρέφομαι2. αποφεύγω να κάνω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιωνίζομαι (< οιωνός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξοιωνιζόμενος — ἐξοιωνίζομαι avoid as ill omened pres part mp masc nom sg ἐξοιωνίζομαι avoid as ill omened pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοιωνίσαντο — ἐξοιωνίζομαι avoid as ill omened aor ind mp 3rd pl (homeric ionic) ἐξοιωνίζομαι avoid as ill omened aor ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεξοιωνίζομαι — ἐπεξοιωνίζομαι (Α) οιωνοσκοπώ και πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εξοιωνίζομαι (< οιωνός) «αποφεύγω ως κακό οιωνό»] … Dictionary of Greek